- απολεκτος
- ἀπόλεκτοςἀπό-λεκτος2избранный, отборный Thuc., Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόλεκτος — ἀπόλεκτος, ον (Α) [απολέγω] εκλεκτός, διαλεγμένος … Dictionary of Greek
ἀπόλεκτος — chosen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλεκτον — ἀπόλεκτος chosen masc/fem acc sg ἀπόλεκτος chosen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέκτοις — ἀπόλεκτος chosen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέκτου — ἀπόλεκτος chosen masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέκτους — ἀπόλεκτος chosen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέκτων — ἀπόλεκτος chosen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέκτῳ — ἀπόλεκτος chosen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλεκτα — ἀπόλεκτος chosen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλεκτε — ἀπόλεκτος chosen masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλεκτοι — ἀπόλεκτος chosen masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)